- ἁλοπώλης
- ἁλο-πώλης, ου, ὁ,A dealer in salt, PTeb.1.120, PFay.23.12 (ii A.D.), etc.:—fem. [suff] ἁλο-πῶλις, IG2.3932.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλοπώλης — ἁλοπώλης, ο (Μ) ο αλατοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλο * + πώλης < πωλῶ] … Dictionary of Greek
ἁλοπώλης — dealer in salt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
αλο- — (Α ἁλο ) Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τόσο τής αρχαίας όσο και τής νέας Ελληνικής, που ετυμολογικά συνδέεται με το αρχαίο ουσιαστικό ἃλς «αλάτι, θάλασσα». Ως α συνθετικό το αλο σημαίνει συνήθως «αλάτι» και σπανιότερα «θάλασσα». Στη νέα Ελληνική… … Dictionary of Greek
αλοπώλιον — ἁλοπώλιον, το (Α) πρατήριο αλατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἁλοπώλης < ἁλο * (< ἅλς, ός) + πώλης < πωλῶ] … Dictionary of Greek